φεγγίζω

φεγγίζω
φεγγίζω, φέγγισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φεγγίζω — Ν [φέγγος] 1. φέγγω αμυδρά 2. είμαι ημιδιαφανής («η μπλούζα σου φεγγίζει») …   Dictionary of Greek

  • φεγγίζω — φέγγισα, και φεγγρίζω φέγγρισα, και φαγγρίζω φάγγρισα, αμτβ., φεγγαρίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιφέγγω — κ. φεγγιζω (Μ ἀντιφέγγω) φέγγω από απέναντι, αντανακλώ φως, λάμπω …   Dictionary of Greek

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek

  • φεγγαρίζω — φεγγάρισα, αμτβ. 1. εκπέμπω ωχρό φως, είμαι χλομός (όπως το φως του φεγγαριού). 2. μτφ., αφήνω να διαφαίνεται κάτι αμυδρά μεσ’ από μένα, είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής: Η νυχτικιά της φεγγαρίζει. 3. μτφ., από τη μεγάλη αδυναμία γίνομαι ημιδιαφανής,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεγγρίζω — βλ. φεγγίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”